Μίτος
Μίτος
Mar 16, 2021
Ο Κίτρινος Νάνος
Play • 42 min

Από τη Γαλλία, μια ιστορία για μαθήματα ζωής, ταπεινότητα και υποσχέσεις που μια φορά... δεν έχει καλό τέλος...!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει κάποια βία, απειλή βίας, διακρίσεις


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Κίτρινος Νάνος


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια βασίλισσα που κάποτε είχε πολλά παιδιά, αλλά τώρα της είχε μείνει μόνο μια κόρη. Άξιζε όμως όσο χίλιες.


Η μητέρα της, που από τότε που πέθανε ο βασιλιάς και πατέρας της μικρής πριγκίπισσας, δεν είχε τίποτα στον κόσμο τόσο πολύτιμο όσο την κόρη της, τόσο φοβόταν μην τη χάσει που την είχε κακομάθει και ποτέ δεν της χάλαγε χατίρι. Έτσι, αυτό το μικρό πλασματάκι που όμοιό του στην ομορφιά δεν υπήρχε και που μια μέρα θα φορούσε το στέμμα, αγαπούσε μόνον τον εαυτό του και μισούσε όλους τους άλλους. Η βασίλισσα, η μητέρα της, με τις κολακείες και τα κανακέματα έκανε την πριγκίπισσα να πιστέψει ότι ήταν πάνω απ΄όλους. Την έντυνε πάντα με τα ακριβότερα φορέματα, σαν βασίλισσα του κυνηγιού ή σαν νεράιδα και όταν έβγαινε με τις κυρίες της Aυλής και αυτές ντυνόντουσαν σαν νεραϊδένια συνοδεία.


Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η βασίλισσα έβαλε τον καλύτερο καλλιτέχνη της χώρας να ζωγραφίσει το πορτρέτο της κόρης της, το οποίο και έστειλε σε γειτονικούς βασιλιάδες με τους οποίους διατηρούσε καλές σχέσεις. Όταν οι βασιλιάδες είδαν το πορτρέτο της μικρής πριγκίπισσας, την ερωτεύτηκαν αμέσως όλοι τους. Αλλά αυτός ο έρωτας επηρέασε διαφορετικά τον καθένα - ένας αρρώστησε από αγάπη, ένας άλλος τρελάθηκε, κάποιοι τυχερότεροι ξεκίνησαν να τη συναντήσουν ευθύς αμέσως, αλλά με το που την κοίταξαν στα μάτια, αμέσως υποδουλώθηκαν στη θέλησή της.


Ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε πιο ευτυχισμένη αυλή παλατιού. Πάνω από είκοσι τρανοί βασιλιάδες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να γίνουν οι αγαπημένοι της πριγκίπισσας, αλλά έχοντας ξοδέψει περιουσία και μέρες δίπλα της, ήταν τυχεροί αν τους έλεγε ακόμη κι ένα “καλούτσικο είναι αυτό”.


Αυτός ο θαυμασμός και η προσοχή ευχαριστούσαν ιδιαιτέρως τη βασίλισσα. Δεν περνούσε μέρα χωρίς να ακούσει εφτά με οκτώ χιλιάδες σονέτα, ποιήματα και στιχάκια που κατέφταναν από ποιητές και τραγουδοποιούς όλου του κόσμου. Όλα εξυμνούσαν την Μπελίσσιμα, έτσι έλεγαν την πριγκίπισσα, και οι φωτιές που άναβαν στο τέλος της ημέρας με όλο αυτό το χαρτί έκαιγαν πιο λαμπερά κι αν είχαν χρησιμοποιήσει το καλύτερο ξύλο για να τις ανάψουν.


Η Μπελίσσιμα ήταν πια 15 χρονών όταν ένας από τους πρίγκιπες που είχαν καταφτάσει στο παλάτι πρότεινε να την παντρευτεί, αν και μέχρι τότε κανείς δεν είχε τολμήσει να ξεστομίσει κάτι τέτοιο. Πώς να συμβεί αυτό, όταν η πριγκίπισσα μπορούσε να διατάξει για την πλάκα της να τον αποκεφαλίσουν, κάτι που γινόταν πέντε φορές τη ημέρα, τόσο λίγο την ένοιαζαν οι άλλοι! Τόσο πολύ την αγαπούσαν όλοι γύρω της που θα έκαναν τα πάντα με μια της διαταγή. Αλλά η βασίλισσα, που πια ήθελε να την παντρέψει, δεν ήξερε πώς να πείσει την πριγκίπισσα να αρχίσει να σκέφτεται την πρόταση σοβαρά:

Μπελίσιμμα, της είπε, μακάρι να μην ήσουν τόσο περήφανη. Γιατί περιφρονείς τόσο όλους αυτούς τους άρχοντες; Θέλω να παντρευτείς έναν τους, σε παρακαλώ μην με παρακούσεις.

Μα είμαι τόσο ευτυχισμένη έτσι όπως είμαι, απάντησε η Μπελίσσιμα. Άσε με στην ησυχία μου, δεν ενδιαφέρομαι για κανέναν τους.

Κι όμως, μπορούν να σε κάνουν πολύ ευτυχισμένη αυτοί οι πρίγκιπες και θα θυμώσω πολύ αν τελικά πέσεις σε κακά χέρια, της είπε τότε αυστηρά η βασίλισσα.


Αλλά η πριγκίπισσα είχε τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, που δεν θεωρούσε κανέναν από τους πρίγκιπες αρκετά όμορφο ή έξυπνο για να την πάρει για γυναίκα του. Και η βασίλισσα, που είχε αρχίσει στ’ αλήθεια να ανησυχεί για το μέλλον της κόρης της μετάνιωνε τώρα που την είχε κακομάθει τόσο.


Έχοντας έρθει σε αδιέξοδο πήγε να συμβουλευτεί τη Νεράιδα της Ερήμου, μια μάγισσα γνωστή στην περιοχή. Τη φυλούσαν τρομερά λιοντάρια και θα ήταν δύσκολο για τη βασίλισσα να την πλησιάσει. Αλλά για καλή της τύχη είχε ακούσει ότι, για να περάσει με ασφάλεια από τα λιοντάρια, έπρεπε να τους δώσει να φάνε μια πίτα από αλεύρι κεχριού, ζαχαρωτά και αυγά κροκοδείλου. Ετοίμασε έτσι την πίτα με τα ίδια της τα χέρια, την έβαλε σε ένα καλάθι και πήγε να βρει τη Νεράιδα. Δεν ήταν όμως συνηθισμένη σε τόσο περπάτημα και γρήγορα κουράστηκε. Έκατσε να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο και σύντομα την πήρε ο ύπνος. Σαν ξύπνησε με φρίκη είδε πως το καλάθι της ήταν άδειο, η πίτα είχε κάνει φτερά! Και σαν να μην έφτανε αυτό, άκουσε κοντά της το γρύλισμα των λιονταριών, την είχαν μυρίσει και έρχονταν να τη βρουν: “Αχ, τι θα κάνω τώρα;”, είπε απελπισμένη, “θα με κάνουν μια χαψιά!” και παραλυμένη από φόβο, έμεινε κάτω από το δέντρο όπου είχε κοιμηθεί και άρχισε να κλαίει γοερά. Τότε άκουσε κάποιον να λέει: “Ωπ ωπ!”. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά και πάνω σ΄ ένα δέντρο είδε έναν μικροκαμωμένο άντρα που έτρωγε πορτοκάλια:

Α, βασίλισσά μου, της είπε. Σε ξέρω καλά και ξέρω τώρα πόσο φοβάσαι τα λιοντάρια που έρχονται. Και καλά κάνεις, έχουν καταβροχθίσει πολύ κόσμο. Μα τι να κάνεις που δεν έχεις πίτα να τους δώσεις;

Μάλλον πρέπει να το πάρω απόφαση πως θα πεθάνω, του αποκρίθηκε εκείνη. Και δεν θα με πείραζε και τόσο, αφού αυτή είναι η μοίρα μου, αλλά θα ήθελα να είχα παντρέψει την κόρη μου πριν κλείσω τα μάτια μου για πάντα.

Έχεις κόρη; ρώτησε ενθουσιασμένος ο Κίτρινος Νάνος (έτσι τον έλεγαν γιατί το δέρμα του ήταν κίτρινο και ζούσε πάνω στην πορτοκαλιά). Χαίρομαι πολύ που το ακούω, γιατί εδώ και καιρό γυρίζω τον κόσμο ψάχνοντας μια κατάλληλη σύζυγο. Αν μου δώσεις την κόρη σου για γυναίκα, τότε κανένα λιοντάρι, καμία τίγρη και αρκούδα δεν θα σε πειράξει.


Η βασίλισσα τον κοίταξε καλά και τον φοβήθηκε σχεδόν όσο φοβόταν και τα λιοντάρια που πλησίαζαν, οπότε και δεν είπε τίποτα: “Μα, διστάζεις Μεγαλειοτάτη!” αναφώνησε ο Νάνος, “πρέπει να αδημονείς να φαγωθείς”. Η βασίλισσα τότε είδε τα λιοντάρια να κατεβαίνουν από έναν κοντινό λόφο. Το καθένα είχε δύο κεφάλια, οχτώ πόδια, δυο σειρές κοφτερά δόντια, ήταν κατακόκκινα και το δέρμα τους ήταν σκληρό σαν το καύκαλο της χελώνας. Η βασίλισσα τότε, τρέμοντας σαν περιστέρι που έχει δει το γεράκι να παραμονεύει, φώναξε με όλη της τη δύναμη: “Καλέ μου Νάνε, η Μπελίσσιμα θα γίνει γυναίκα σου!”

Α, έτσι; είπε περιφρονητικά ο νάνος. Καλή είναι η Μπελίσσιμα, δεν λέω, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω και να την παντρευτώ - κράτα την εσύ καλύτερα.

Καλέ μου κύριε, είπε η βασίλισσα γεμάτη αγωνία, μην αρνηθείς να την κάνεις γυναίκα σου. Είναι η ομορφότερη πριγκίπισσα του κόσμου.

Καλά, καλά. Θα την πάρω από ελεημοσύνη. Μην ξεχάσεις όμως πως από αυτή τη στιγμή είναι δική μου.


Λέγοντας αυτό, μια μικρή πόρτα άνοιξε στον κορμό της πορτοκαλιάς και η βασίλισσα μόλις που πρόλαβε και μπήκε, και η πόρτα έκλεισε αφήνοντας πίσω της τα ανοιχτά στόματα των λιονταριών. Τέτοια σύγχηση είχε η βασίλισσα, που ίσα που πρόσεξε μια δεύτερη μικρή πόρτα μέσα στην πορτοκαλιά. Η πόρτα άνοιξε από μόνη της και η βασίλισσα βρέθηκε σ΄ ένα χωράφι με γαϊδουράγκαθα και τσουκνίδες που ήταν περικυκλωμένο από μια τάφρο γεμάτη λάσπη. Λίγο παραπέρα είδε ένα αχυρένιο καλυβάκι και τον Νάνο να στέκεται μπροστά του καμαρωτός. Φορούσε ξύλινα παπούτσια και κίτρινο παλτό, δεν είχε τρίχα επάνω του και πολύ μακριά αυτιά - ένα πολύ απαίσιο θέαμα: “Χαίρομαι πολύ που εσύ η πεθερά μου μπορείς να δεις πού θα ζει από εδώ και μπρος η κόρη σου. Με τα γαϊδουράγκαθα και τις τσουκνίδες θα μπορεί να ταΐζει το γαϊδούρι και να το καβαλικεύει όποτε θέλει. Μέσα σε αυτό το καλυβάκι δεν θα της συμβεί ποτέ τίποτα που να μπορεί να την πληγώσει. Θα πίνει νερό από την τάφρο και θα τρώει βατράχια - είναι ωραία και παχουλά σε αυτά τα μέρη. Και πάντα θα έχει για συντροφιά της εμένα, όπως με βλέπεις τώρα, όμορφο, ευχάριστο και πιο χαρούμενο από ποτέ. Ούτε η σκιά της δεν θα είναι τόσο κοντά της όσο θα είμαι εγώ”. Η βασίλισσα κοίταξε γύρω της και μόλις συνειδητοποίησε τι ζωή θα έκανε από εδώ και μπρος η κόρη της, σωριάστηκε χάμω.


Μόλις συνήλθε, με έκπληξη είδε πως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και μάλιστα φορούσε το πιο χαριτωμένα περίτεχνο σκουφάκι που είχε δει ποτέ της. Στην αρχή σκέφτηκε πως όλες οι περιπέτειες της με τα λιοντάρια, τον Νάνο και τον γάμο του με την Μπελίσσιμα, όλα ήταν απλά ένα κακό όνειρο. Κοιτάζοντας όμως καλύτερα το σκουφάκι με το κίτρινο κορδελάκι του, κατάλαβε πως όλα είχαν συμβεί στ’ αλήθεια και στενοχωρέθηκε τόσο που δεν μπορούσε ούτε να φάει μα ούτε και να πιει και να κοιμηθεί.


Η πριγκίπισσα που, παρόλη την κακοτροπιά της αγαπούσε τη μητέρα της πολύ, στενοχωρέθηκε που την είδε σε αυτή την κατάσταση και τη ρώτησε τι της είχε συμβεί. Η βασίλισσα μη θέλοντας να αποκαλύψει στην κόρη της την αλήθεια, έφτιαχνε δικαιολογίες, πότε πως ήταν άρρωστη και πότε πως ένα γειτονικό βασίλειο τους απειλούσε με πόλεμο. Αλλά η Μπελίσσιμα ήξερε πως υπήρχε και κάτι άλλο που ευθυνόταν για την κατάσταση της βασίλισσας, κάτι που δεν της έλεγε. Αποφάσισε να πάει η ίδια στη Νεράιδα της Ερήμου μιας και είχε άκουσει πόσο σοφή ήταν, να τη ρωτήσει για τη μητέρα της αλλά και να πάρει συμβουλές για το αν έπρεπε να παντρευτεί ή όχι.


Έτσι, με προσοχή, έφτιαξε την πίτα που θα ηρεμούσε τα λιοντάρια-φρουρούς και, κρυφά από όλους αργά ένα βράδυ, ξεγλύστρησε από το παλάτι ντυμένη στα λευκά.


Δυστυχώς όμως κι αυτή σταμάτησε στην καταραμένη πορτοκαλιά. Την είδε φορτωμένη με ευωδιαστά άνθη και λαχταριστούς καρπούς και σταμάτησε να μαζέψει μερικούς. Αφού είχε μαζέψει αρκετούς, ακούμπησε το καλάθι της στο έδαφος και άρχισε να τρώει. Σαν χόρτασε και γύρισε να πάρει το καλάθι της να συνεχίσει το δρόμο της, είδε πως εκείνο είχε εξαφανιστεί κι όσο κι αν έψαχνε δεν μπορούσε να το βρει. Όσο περισσότερο το έψαχνε τόσο περισσότερο άρχισε να φοβάται, μέχρι που έβαλε τα κλάματα. Τότε μπροστά της εμφανίστηκε ο Κίτρινος Νάνος:

Τι σου συμβαίνει δεσποσύνη; τη ρώτησε ο Νάνος. Γιατί κλαίς έτσι;

Αλίμονο! Κλαίω γιατί έχασα το καλάθι με την πίτα που θα με βοηθούσε να φτάσω με ασφάλεια στη Νεράιδα της Ερήμου.

Και τι τη θες εσύ τη Νεράιδα κυρά μου; είπε το μικρό τέρας. Είμαι φίλος της, βλέπεις, και μπορώ να πω ότι είμαι όσο έξυπνος είναι και αυτή.

Η βασίλισσα, η μητέρα μου, έχει πέσει σε τέτοια μελαγχολία τώρα τελευταία που φοβάμαι πως θα πεθάνει αν συνεχίσει έτσι. Πολύ φοβάμαι πως ευθύνομαι εγώ γι αυτό, γιατί ήθελε να παντρευτώ, αλλά δεν βρίσκω κανέναν άξιο για μένα. Για όλ΄ αυτά θέλω να μιλήσω στη Νεράιδα.

Μην προβληματίζεσαι άλλο πριγκίπισσα μου, της απάντησε ο Νάνος. Θα σου τα απαντήσω όλα εγώ ευθύς αμέσως. Η βασίλισσα, η μητέρα σου σε έχει τάξει-

Με έχει τάξει! Ω, όχι, όχι, είμαι σίγουρη πως δεν έχει κάνει κάτι τέτοιο. Θα μου το είχε πει, είναι κάτι τόσο δικό μου που αποκλείεται να είχε κάνει κάτι τέτοιο χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Κάποιο λάθος κάνεις.

Όμορφη πριγκίπισσα, της είπε ο Νάνος, που με μια κίνηση γονάτισε μπροστά της. Είμαι σίγουρη πως δεν θα απογοητευτείς σαν μάθεις πως στην αφεντιά μου σε έταξε η μητέρα σου.

Σε σένα; φώναξε η Μπελίσσιμα πισοπατώντας. Η μητέρα μου θέλει να παντρευτώ εσένα; Πώς μπορείς να πιστεύεις κάτι τόσο ανόητο;

Α, δεν είναι δα ότι με νοιάζει και ιδιαίτερα, είπε θυμωμένα ο Νάνος. Αλλά τα λιοντάρια έρχονται τώρα και είναι θυμωμένα, θα σε κάνουν μια χαψιά. Και εσένα και την ψωροπερηφάνια σου.


Και τότε η πριγκίπισσα άκουσε από μακριά τα τρομαχτικά ουρλιαχτά των λιονταριών: “Αχ, τι θα κάνω; Έτσι θα τελειώσουν λοιπόν οι μέρες ανεμελιάς μου;”, είπε με λυγμούς.


Ο κακοπροαίρετος Νάνος την κοίταξε και άρχισε να γελά χαιρέκακα:

Τουλάχιστον θα έχεις την ευτυχία να πεθάνεις αστεφάνωτη. Μια κοτζαμάν πριγκίπισσα σαν και του λόγου σου σίγουρα θα προτιμά να πεθάνει έτσι παρά να πάρει για άντρα της έναν κακόμοιρο νάνο σαν κι εμένα.

Ω, μη θυμώνεις, είπε απεγνωσμένα η πριγκίπισσα, σταυρώνοντας τα χέρια της. Καλύτερα να παντρευτώ όλους τους νάνους του κόσμου παρά να πεθάνω έτσι!

Κοίταξε με καλά πριγκίπισσα πριν μου δώσεις τον λόγο σου. Δεν θέλω να βιαστείς.

Αχ, τα λιοντάρια όλο και πλησιάζουν! Σε κοίταξα αρκετά. Σώσε με εδώ και τώρα αλλιώς θα πεθάνω από τον φόβο που νιώθω αυτή τη στιγμή.


Πράγματι, ξεστομίζοντας αυτά τα λόγια, η πριγκίπισσα σωριάστηκε χάμω αναίσθητη. Ξύπνησε στο κρεβάτι της, πίσω στο παλάτι, ντυμένη στην πιο φίνα δαντέλα και κίτρινες κορδέλες. Στο δάχτυλο της φορούσε ένα μικρό δαχτυλίδι από μια κόκκινη τρίχα, που όσο και να προσπάθησε να το βγάλει δεν τα κατάφερε. Σαν η πριγκίπισσα τα είδε όλα αυτά, θυμήθηκε τι είχε συμβεί και, σαν τη μητέρα της, έπεσε κι αυτή σε βαθιά στενοχώρια. Κλονίστηκε όλο το βασίλειο και περισσότερο απ’ όλους η μητέρα τής Μπελίσσιμα που, όσες φορές και να τη ρώτησε τι είχε συμβεί, δεν έπαιρνε απάντηση.


Μια μέρα όλοι οι σημαντικοί άνδρες του βασιλείου μαζεύτηκαν και, ανυπομονώντας να δουν την πριγκίπισσα καλοπαντρεμένη, παρουσιάστηκαν μπροστά στη βασίλισσα και την παρακάλεσαν να διαλέξει σύζυγο για την κόρη της. Εκείνη τους αποκρίθηκε πως, μιας και η κόρη της δεν είχε καμία πρόθεση να παντρευτεί, καλύτερα να πήγαιναν και να μιλούσαν απευθείας σ΄αυτήν, πράγμα που έκαναν. Η Μπελίσσιμα είχε ταπεινωθεί από αυτό που της είχε συμβεί με τον Νάνο και σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος να ξεφορτωθεί αυτό το φριχτό πλάσμα ήταν να παντρευτεί έναν πανίσχυρο βασιλιά. Έτσι, προς μεγάλη έκπληξη όλων, όταν οι άνδρες παρουσιάστηκαν μπροστά της τους είπε πως, αν και θα προτιμούσε να μην παντρευτεί κανέναν, θα δεχόταν να παντρευτεί τον Βασιλιά των Χρυσωρυχείων. Αυτός ήταν ένας όμορφος και ισχυρός νέος που αγαπούσε εδώ και πολλά χρόνια την πριγκίπισσα, αλλά πίστευε πως δεν την ενδιέφερε και ιδιαίτερα. Φανταστείτε τη χαρά του όταν έμαθε τα νέα, αλλά και την απογοήτευση όλων των άλλων βασιλιάδων που ήθελαν την πριγκίπισσα για γυναίκα τους.


Οι προετοιμασίες για τον πιο μεγαλειώδη γάμο όλων των εποχών ξεκίνησαν αμέσως. Ο Βασιλιάς των Χρυσωρυχείων έστειλε τόσα πλούτη στη μέλλουσα νύφη του, που οι θάλασσες γέμισαν με καράβια που μετέφεραν τον αμύθητο αυτό θησαυρό. Αγγελειοφόροι ταξίδεψαν στις πιο πλούσιες Αυλές του τόπου, και ειδικά στις γαλλικές Αυλές, για να βρουν τα πιο όμορφα κοσμήματα και στολίδια για την ξεχωριστή μέρα της πριγκίπισσας, αν και ήταν τόσο όμορφη που δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να την ομορφύνει. Τουλάχιστον αυτό νόμιζε ο Βασιλιάς των Χρυσωρυχείων που δεν θα ήταν ποτέ του ευτυχισμένος χωρίς την Μπελίσσιμα στο πλάι του.


Εκείνη, όσο περισσότερο καιρό περνούσε με τον Βασιλιά, τόσο περισσότερο τον συμπαθούσε. Ήταν γενναιόδωρος, όμορφος και έξυπνος και άρχισε να τον ερωτεύεται στ’ αλήθεια. Έκαναν περιπάτους στους βασιλικούς κήπους και πολλές φορές άκουγαν μουσική μαζί. Μάλιστα ο Βασιλιάς έγραφε και τραγούδια για την πριγκίπισσα. Ένα που της άρεσε ιδιαίτερα έλεγε:

Όλο το δάσος χαίρεται

Η πριγκίπισσα σαν έρχεται.

Τα μπουμπούκια όλα σκύβουν

και σιγά σιγά ανοίγουν.

Τα ψιλόλιγνα τα άνθη

Χαιρετούν την όλο χάρη.

Πριγκίπισσα μου, τα πουλιά

Αγάπη λεν με κάθε τους λαλιά.

Απ’ άκρη σ’ άκρη σε αυτά τα μέρη,

Εμείς πάμε χέρι χέρι.

Τόσο ευτυχισμένοι είμαστε εμείς οι δυο, όλοι οι άλλοι έφυγαν με άδεια καρδιά.

Είπαν αντίο στην πριγκίπισσα κι εκείνη τους λυπήθηκε και τους έγνεψε γεια.


Κυρά μου, είπε ο Βασιλιάς των Χρυσωρυχείων στην πριγκίπισσα, γιατί φέρεσαι έτσι; Γιατί λυπάσαι αυτούς τους άρχοντες, είναι τόσο αξιολύπητοι που μόνο ένα χαμόγελο από τα χείλη σου θα τους έκανε ευτυχισμένους;

Θα στενοχωριόμουν περισσότερο Βασιλιά μου, απάντησε η Μπελίσσιμα, αν δεν είχες προσέξει τη λύπη που αισθάνομαι για αυτούς. Για εσένα τα πράγματα είναι αλλιώς, πήρες αυτό που ήθελες, ενώ αυτοί φεύγουν με πόνο στην καρδιά. Μην μου στερείς τη συμπόνοια λοιπόν.


Ο Βασιλιάς εντυπωσιάστηκε από την καλοσυνάτη αντίδραση της πριγκίπισσας στο σκληρό του σχόλιο και έπεσε στα πόδια της, φίλησε το χέρι της χίλιες φορές και της ζήτησε να του συγχωρήσει αυτή του τη συμπεριφορά.


Έφτασε και η χαρμόσυνη μέρα. Όλα ήταν έτοιμα για τον γάμο της Μπελίσσιμα. Σήμαναν οι τρομπέτες, οι δρόμοι της πόλης στολίστηκαν με σημαίες και λουλούδια και πλήθος ανθρώπων μαζεύτηκε στην κεντρική πλατεία μπροστά από το παλάτι. Η βασίλισσα δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα από τη χαρά της και είχε σηκωθεί από νωρίς να σιγουρευτεί πως όλα ήταν στην εντέλεια και πως η φορεσιά της πριγκίπισσας είχε όλα τα κοσμήματα που έπρεπε. Ακόμη και τα παπούτσια της ήταν στολισμένα με διαμάντια, μια ασημένια αστραφτερή ζώνη κοσμούσε τη μέση της και το πέπλο της ήταν από αχτίδες ήλιου. Στο κεφάλι της φορούσε το πιο λαμπερό στέμμα, τα μαλλιά της άγγιζαν το πάτωμα και η κορμοστασιά της την έκανε να ξεχωρίζει απ΄ όλες τις κοπέλες του βασιλείου. Και ο Βασιλιάς των Χρυσωρυχείων ήταν κομψότατος! Το πρόσωπο του δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του και όποιος τον πλησίαζε να του σφίξει το χέρι επέστρεφε πλημμυρισμένος δώρα - γύρω στο παλάτι υπήρχαν βαρέλια με χρυσάφι και βελούδινα πουγκάκια γεμάτα νομίσματα και μαργαριτάρια που μοιράζονταν σε όλους τους καλεσμένους.


Η βασίλισσα και η πριγκίπισσα ξεκίνησαν να συναντήσουν τον βασιλιά, όταν ξάφνου από μακριά είδαν να πλησιάζουν δυο φτερωτοί δράκοι, σέρνοντας ένα κακοφτιαγμένο κουτί. Ξοπίσω τους ερχόταν μια ψηλή γυναίκα, της οποίας η ασχήμια ήταν πιο εντυπωσιακή και από τα γηρατειά της. Φορούσε ένα ταλαιπωρημένο μαύρο πανωφόρι και μια κόκκινη βελούδινη κουκούλα. Το φουστάνι της σηκωνόταν από έναν κατεστραμμένο κορσέ και στηριζόταν σε μια μαγκούρα. Η γυναίκα με τους φτερωτούς της δράκους έκανε τρεις γύρους στην πλατεία, παρατηρώντας όλους όσους παρευρίσκονταν εκεί, σταμάτησε στη μέση της πλατείας και σηκώνοντας απειλητικά τη μαγκούρα της φώναξε:

Χα, βασίλισσα! Χα, πριγκίπισσα! Νομίζατε ότι θα σπάγατε τις υποσχέσεις σας στον φίλο μου τον Κίτρινο Νάνο ατιμώρητα; Είμαι η Νεράιδα της Ερήμου. Αν δεν ήταν ο Κίτρινος Νάνος και η πορτοκαλιά του, τα λιοντάρια μου θα σας είχαν καταβροχθίσει τώρα! Στη Νεραϊδοχώρα δεν ανεχόμαστε τέτοιες προσβολές, αποφασίστε τώρα αμέσως τι θα κάνετε αν και ορκίζομαι ότι ο Κίτρινος Νάνος θα γίνει γαμπρός σήμερα. Αλλιώς θα κάψω τη μαγκούρα μου!

Μπελίσσιμα, είπε η βασίλισσα κλαίγοντας, τι είναι αυτά που ακούω; Τι πήγες και υποσχέθηκες;

Μητέρα, της απάντησε θλιμμένα η πριγκίπισσα, εσύ πως μπόρεσες και με έταξες;


Ο Βασιλιάς των Χρυσωρυχείων, οργισμένος με τη διακοπή του γάμου του από αυτή την κακιά γυναίκα, την πλησίασε και ορθώνοντας το ξίφος του μπροστά της, την απείλησε: “Φύγε από τη χώρα μου αυτή τη στιγμή κιόλας καταραμένο πλάσμα, αλλιώς η ζωή σου θα τελειώσει εδώ!”.


Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του και το κακοφτιαγμένο κουτί άνοιξε και από μέσα ξεπήδησε ο Κίτρινος Νάνος, καβάλα σε μια γάτα:

Άξεστε νεαρέ!, ούρλιαξε ο Νάνος στέκοντας ανάμεσα στη Νεράιδα και στον βασιλιά. Για κάνε πως τολμάς να αγγίξεις έστω και μια τρίχα στα μαλλιά αυτής της μεγαλόπρεπης Νεράιδας! Η διαφωνία σου είναι μ΄ εμένα, εγώ είμαι ο εχθρός και ανταγωνιστής σου. Η άπιστη πριγκίπισσα που παραλίγο να παντρευτείς είναι ταγμένη σε εμένα. Κοίτα και θα δεις πως στο δάχτυλο της ήδη βρίσκεται ένα δαχτυλίδι που όσο και να προσπαθήσεις δεν θα μπορέσεις να βγάλεις, τέτοια είναι η δύναμή μου!

Άθλιο τερατάκι! του φώναξε ο βασιλιάς. Πώς τολμάς να περνιέσαι για σύζυγος της πριγκίπισσας και να έχεις δικαίωμα στην περιουσία της; Μα δεν βλέπεις πως είσαι ένας κακάσχημος νάνος, τόσο που ίσα που αντέχω να σε κοιτάζω, και πως θα ήταν τιμή σου να έπεφτες νεκρός από το σπαθί μου;


Ο Κίτρινος Νάνος, εξοργισμένος από αυτά τα λόγια του βασιλιά, σπιρούνησε τη γάτα που καβαλούσε και άρχισε να τρέχει με μανία δεξιά κι αριστερά, τρομάζοντας όλους όσους ήταν μάρτυρες αυτής της σκηνής, εκτός από τον γενναίο βασιλιά ο οποίος ακολουθούσε από κοντά τον Κίτρινο Νάνο, μέχρι που εκείνος έβγαλε από τη ζώνη του ένα μεγάλο μαχαίρι και προκάλεσε τον βασιλιά σε μονομαχία, κατεβαίνοντας προς την αυλή του παλατιού. Ο βασιλιάς δέχτηκε την πρόκληση και βιάστηκε να τον συναντήσει εκεί. Τους ακολούθησε και όλη η Αυλή, που βιάστηκε να πιάσει θέσεις στα μπαλκόνια για να δει από κοντά τη μονομαχία. Ξαφνικά όμως, όταν όλοι είχαν πάρει θέση, ο ήλιος έγινε κόκκινος σαν αίμα και η ατμόσφαιρα σκοτείνιασε τόσο, που ίσα που φαινόταν κάτι. Μια δυνατή βροντή πλημμύρισε τον αέρα και αμέσως μετά έπεσε μια αστραπή τόσο λαμπερή, που θα ‘λεγε κανείς πως θα έκαιγε τον αέρα. Φτερωτοί δράκοι προσγειώθηκαν στα δεξιά και στ΄αριστερά του Νάνου, ψηλοί σαν βουνά, ανασαίνοντας φωτιά. Ο βασιλιάς όμως δεν φοβήθηκε, η αποφασιστικότητά του ήταν τόσο εμφανής που σίγουρα ντρόπιασε και τον ίδιο τον Νάνο. Όμως τότε η Νεράιδα καβάλησε έναν γρύπα, φίδια αγκάλιασαν το κορμί της και, πιο τρομερή από ποτέ, χτύπησε την Μπελίσσιμα με τη λόγχη της κι εκείνη έπεσε αιμορραγώντας στην αγκαλιά της μητέρας της. Ακούγοντας τη σπαρακτική κραυγή της βασίλισσας, ο βασιλιάς έχασε το κουράγιο και τη συγκέντρωσή του. Εγκαταλείποντας τη μάχη, έτρεξε στο πλευρό της πριγκίπισσας για να τη σώσει ή να πεθάνει μαζί της. Αλλά ο Νάνος τον πρόλαβε. Πηδώντας με τη γάτα του από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, έφτασε πρώτος την Μπελίσσιμα, την άρπαξε από τη βασίλισσα και πριν προλάβουν οι κυρίες της αυλής να αντιδράσουν, μ΄ έναν πήδο βρέθηκε στην οροφή του παλατιού και εξαφανίστηκε με το έπαθλο του.


Ο βασιλιάς, παγωμένος από τον τρόμο, είχε καρφώσει το βλέμμα του εκεί όπου είχε εξαφανιστεί η πριγκίπισσά του. Σαν να μην έφτανε αυτό, στην κακοτυχία του ήρθε να προστεθεί και το σκοτείνιασμα των ματιών του, καθώς ένιωσε το σώμα του να σηκώνεται ψηλά, σαν να τον είχε σηκώσει ένα τεράστιο και δυνατό χέρι. Βλέπετε, η Νεράιδα της Ερήμου, παρόλο που είχε έρθει να βοηθήσει τον Κίτρινο Νάνο να αρπάξει την πριγκίπισσα, μόλις είδε τον Βασιλιά των Χρυσωρυχείων, τον ερωτεύτηκε παράφορα. Σκέφτηκε πως, αν τον έπιανε και τον αλυσόδενε σε έναν βράχο μέσα σε φρικτή σπηλιά, από τον φόβο του θανάτου και μόνο, σίγουρα εκείνος θα ξεχνούσε την αγάπη του για την Μπελίσσιμα και θα γινόταν σκλάβος της. Έτσι, σαν έφτασαν στη σπηλιά τον αλυσόδεσε και του έδωσε πίσω την όραση του. Τότε, μεταμορφώθηκε σε πανέμορφη κοπέλα και προσποιήθηκε πως από τύχη είχε βρεθεί εκεί: “Μα τι βλέπω;”, φώναξε. “Εσύ είσαι βασιλιά μου; Ποια κακή τύχη σε έφερε ως εδώ;”. Ο βασιλιάς, που ξεγελάστηκε από την εμφάνισή της, αποκρίθηκε:

Αλίμονο, όμορφη δεσποσύνη, η νεράιδα που μ΄ έφερε εδώ με τύφλωσε, αλλά από τη φωνή της κατάλαβα ότι ήταν η Νεράιδα της Ερήμου. Γιατί με έφερε εδώ, δεν ξέρω να σου πω.

Α! του είπε η μεταμορφωμένη Νεράιδα, αφού κακόπεσες στα χέρια της, ξέρω πως δεν θα σε αφήσει να φύγεις εκτός κι αν την παντρευτείς. Το έχει κάνει και σε άλλους άρχοντες σαν κι εσένα, κάνει γενικά του κεφαλιού της.


Καθώς τον ψευτοπαρηγορούσε, ο βασιλιάς πρόσεξε πως τα πόδια της κοπέλας ήταν σαν αυτά του γρύπα και κατάλαβε αμέσως πως μπροστά του είχε τη Νεράιδα της Ερήμου, η οποία ό,τι μορφή και να έπαιρνε, τα πόδια της ήταν το μόνο σημείο που δεν μπορούσε ν΄ αλλάξει. Προσποιούμενος πως δεν είχε καταλάβει τίποτα, της είπε με συνομωτικό ύφος:

Δεν είναι ότι δεν συμπαθώ τη Νεράιδα της Ερήμου, αλλά δεν μου αρέσει η σχέση της με τον Κίτρινο Νάνο και ότι με έχει φυλακισμένο έτσι. Αληθεύει πως αγαπώ μια γοητευτική πριγκίπισσα, αλλά αν η Νεράιδα με ελευθέρωνε, από ευγνωμοσύνη και μόνο, θα της ορκιζόμουν αιώνια αφοσίωση.

Το εννοείς αυτό βασιλιά μου; είπε με αφέλεια η Νεράιδα.

Βέβαια, γιατί να σε εξαπατήσω; Στο κάτω κάτω, είναι πολύ καλύτερο να σε αγαπά μια Νεράιδα παρά μια κοινή πριγκίπισσα. Αλλά η περηφάνια μου, μου επιτάσσει να λέω ότι μισώ τη Νεράιδα ακόμη κι αν την αγαπώ τρελά, μέχρι να με ελευθερώσει.


Με αυτά τα λόγια η Νεράιδα της Ερήμου κολακεύτηκε και αποφάσισε να μεταφέρει τον βασιλιά κάπου πιο άνετα. Τον έβαλε στο άρμα της που αυτή τη φορά το έσερναν κύκνοι αντί για τις συνηθισμένες νυχτερίδες και πετάξανε μακριά. Κοιτώντας κάτω όμως ο βασιλιάς, είδε το μέρος όπου ο Κίτρινος Νάνος φυλούσε την πριγκίπισσα - ήταν ένα κάστρο από ατσάλι, που αντανακλούσε το φως του ήλιου τόσο πολύ ώστε όποιος το πλησίαζε σίγουρα θα γινόταν κάρβουνο. Η πριγκίπισσα καθόταν σε έναν παγκάκι στον κήπο στη μέση του κάστρου και έκλαιγε πικρά. Σαν άκουσε το ιπτάμενο άρμα να περνά, σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον βασιλιά της με μια πραγματική καλλονή στο πλευρό του: “Σα να μην έφτανε που με απήγαγε ο τρομερός Κίτρινος Νάνος, ο αγαπημένος μου βασιλιάς με ξέχασε τόσο γρήγορα; Και μάλιστα βρήκε να με αντικαταστήσει με μια τόσο όμορφη ύπαρξη;”.


Καθώς η πριγκίπισσα συλλογιζόταν το κακό ριζικό της, ο βασιλιάς υπέφερε που την έβλεπε έτσι, αλλά ήξερε πως η Νεράιδα της Ερήμου ήταν παντοδύναμη και πως για να της ξεφύγει έπρεπε να κάνει υπομονή και να καταστρώσει ένα σοφό σχέδιο. Η Νεράιδα της Ερήμου, που είχε και εκείνη δει την Μπελίσσιμα να κάθεται στον κήπο, προσπάθησε να διαβάσει την αντίδραση του βασιλιά. Αλλά εκείνος την πρόλαβε λέγοντάς της:

Κανείς δεν μπορεί να σου πει αυτό που θες να ακούσεις παρά μόνο εγώ. Ναι, είναι αλήθεια πως βλέποντας αυτήν που κάποτε αγαπούσα με επηρέασε κάπως, δεν το αρνούμαι. Αλλά εσύ είσαι πολύ πιο πολύτιμη για μένα, καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω μακριά σου.

Μα στ’ αλήθεια βασιλιά μου με αγαπάς τόσο πολύ;

Ο χρόνος θα δείξει Κυρά μου, της απάντησε. Απόδειξέ μου όμως πως πραγματικά κι εσύ με σέβεσαι και μην αρνηθείς να βοηθήσεις την Μπελίσσιμα.

Μα ξέρεις τι μου ζητάς; είπε καχύποπτα η Νεράιδα. Θέλεις να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου εναντίον του καλύτερού μου φίλου του Κίτρινου Νάνου και να ελευθερώσω μια πριγκίπισσα με την οποία ανταγωνίζομαι για την αγάπη σου;


Ο βασιλιάς παρέμεινε σιωπηλός - πράγματι, πώς νόμιζε ότι μια τέτοια παράκκλιση θα έπιανε σε ένα τόσο έξυπνο πλάσμα; Έφτασαν τελικά σε ένα μεγάλο λιβάδι γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. Τριγύρω υπήρχε ένα βαθύ ποτάμι και τα ρυάκια που πήγαζαν από αυτό κυλούσαν ανάμεσα σε καταπράσινα δέντρα, όλα έμοιαζαν να σφίζουν από ζωή. Στη μέση του λιβαδιού βρισκόταν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι του οποίου οι τοίχοι ήταν από διάφανο σμαράγδι. Σαν οι κύκνοι προσγειώθηκαν μπροστά στη διαμαντένια πύλη, το ζευγάρι περικυκλώθηκε από μαγικά και πανέμορφα όντα που τους προϋπάντησαν όλο χαρά, τραγουδώντας τους:


Σαν στην καρδιά σου φωλιάσει η αγάπη,

Είναι ανώφελο να αντισταθείς.

Η περηφάνια είναι απάτη,

η αγάπη ο θριαμβευτής.


Η Νεράιδα της Ερήμου πολύ χάρηκε που επαινούσαν τους θριάμβους της. Έπειτα οδήγησε τον βασιλιά στην πιο εκθαμβωτική κάμαρα που είχε δει ποτέ του και τον άφησε μόνο για λίγο, για να μην αισθάνεται σαν αιχμάλωτός της. Εκείνος όμως είχε την αίσθηση πως δεν ήταν ολότελα μόνος, πως από κάπου εκείνη τον παρακολουθούσε διαρκώς. Στάθηκε τότε μπροστά σ΄ έναν μεγάλο καθρέφτη και είπε: “‘Εμπιστε σύμβουλε, δείξε μου τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την καρδιά της Νεράιδας. Δεν θέλω τίποτα παρά να την ευχαριστήσω”. Ευθύς έπιασε να κάνει μπούκλες τα μαλλιά του και βλέποντας κρεμασμένο ένα μεγαλόπρεπο πανωφόρι, το φόρεσε αμέσως. Σαν τον είδε η Νεράιδα, δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της: “Μπήκες σε πολύ κόπο για να με ευχαριστήσεις”, του είπε, “και πρέπει να σου πω ότι τα κατάφερες. Είδες; Όταν νοιάζεσαι πραγματικά για μένα, τίποτα δεν είναι δύσκολο”.


Ο βασιλιάς, που ήθελε να κρατήσει υψηλό το ηθικό της Νεράιδας, όλο την κολάκευε και της γλυκομιλούσε, μέχρι που μετά από λίγο καιρό, εκείνη του επέτρεψε να κάνει μόνος του περιπάτους στην ακροθαλασσιά. Με τα μαγικά της, κυριαρχούσε στη θάλασσα τέτοια φουρτούνα που ούτε ο πιο έμπειρος καπετάνιος δεν θα τολμούσε να σαλπάρει. Έτσι, ήταν ήσυχη ότι δεν θα της έφευγε ο καλός της. Ο βασιλιάς χρησιμοποιούσε όλον αυτόν τον καιρό ανενόχλητος, για να εκφράσει τα πραγματικά του συναισθήματα και τις σκέψεις γι΄ αυτή του την κατάσταση. Έχοντας κάνει αρκετές βόλτες πάνω-κάτω στην παραλία, έγραψε στην άμμο με ένα ξύλο:


Έκανε την τύχη του ο γυαλός

Θα αφήσω εδώ τα δά…

More episodes
Search
Clear search
Close search
Google apps
Main menu